φύσιγγες

φύσιγγες
φύ̱σιγγες , φῦσιγξ
blister
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… …   Dictionary of Greek

  • σορβίτης — ο, Ν (χημ. φαρμ.) οργανική ένωση, κορεσμένη εξασθενής αλκοόλη, που για πρώτη φορά απομονώθηκε από τους καρπούς ειδών τού γένους φυτών σόρβος, αλλά παρασκευάζεται βιομηχανικά από τη γλυκόζη και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική για τη διουρητική,… …   Dictionary of Greek

  • φυσιγγοδόχη — η, Ν στρ. θήκη με τις φυσίγγες για τη βολή πυροβολικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • φυσιγγοθήκη — η, Ν στρ. θήκη για φυσίγγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ωσμορρυθμιστής — και εσφ. τ. οσμορρυθμιστής, ο, Ν (παλ. όρος) συσκευή που ρύθμιζε τον βαθμό τού αεροκένου στις ακτινολογικές φύσιγγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμός «ώθηση» + ρυθμιστής] …   Dictionary of Greek

  • σελάχιο — Ομοταξία χόνδρινων ιχθύων, σαφώς διαφορετικών από τους οστέινους, οι οποίοι λέγονται τελεόστεοι ή οστεϊχθύες. Παλιότερα τα σ. θεωρούνταν υφομοταξία των ψαριών, που σήμερα αποτελούν μια υπερομοταξία. Τα σ., που λέγονται και πλαγιόστομοι, έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”